ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

könyv σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
könyv

βιβλίο (το)◼◼◼

το βιβλίο◼◼◻

τόμος◼◻◻

άλμπουμ

βυβλίο

κιτάπι

λίρα

Könyv

Βιβλίο◼◼◼

könyvelés

λογιστικά◼◼◼

λογιστικός◼◼◻

τήρηση λογιστικών βιβλίων/λογιστική

könyvelő

o λογιστής

könyvesbolt

βιβλιοπωλείο◼◼◼

βιβλιοπωλείο (vivliopoleío)◼◼◼

βιβλιοπωλείο (το)◼◼◼

το βιβλιοπωλείο◼◻◻

könyvespolc

βιβλιοθήκη

könyvjelző

σελιδοδείκτης

könyvkiadás

έκδοση◼◼◼

könyvkiadó

εκδότης

könyvkötés

βιβλιοδεσία◼◼◼

könyvkötő

βιβλιοδέτης◼◼◼

könyvsiker

ευπώλητο

könyvszekrény

βιβλιοθήκη

könyvtár

βιβλιοθήκη◼◼◼

βιβλιοθήκη (vivliothíki)◼◼◼

βιβλιοθήκη (η)◼◼◼

η βιβλιοθήκη◼◻◻

κατάλογος◼◻◻

Könyvtár

Βιβλιοθήκη◼◼◼

Könyvtár- és információtudomány

Βιβλιοθηκονομία και Επιστήμη της Πληροφόρησης

könyvtárközi kölcsönzés

δανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών

könyvtáros

βιβλιοθηκονόμος

könyvtárszolgálat

υπηρεσία βιβλιοθήκης

könyvvitel

λογιστική◼◼◼

λογιστικός◼◻◻

könyvvizsgáló

ελεγκτής◼◼◼

könyvészet

βιβλιογραφία

A Mormon könyve

Το Βιβλίο του Μόρμον

anyakönyvi hivatal

ληξιαρχείο

12

Το ιστορικό σας