ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kölcsönös σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kölcsönös

αμοιβαίος◼◼◼

αμοιβαίος (-α-ο)◼◼◼

κοινός◼◼◻

kölcsönösen

αμοιβαία◼◼◼

Το ιστορικό σας