ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kíváncsi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kíváncsi

περίεργος

περίεργος (-η-ο)

kíváncsian várom

το περιμένω με περιέργεια

kíváncsiság

περιέργεια◼◼◼

Το ιστορικό σας