ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

περίεργος (-η-ο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
περίεργος (-η-ο)

kíváncsi

αυτό έχει ενδιαφέρον, (furcsa) περίεργος (-η-ο)

ez érdekes