ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kétségtelenül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kétségtelenül

αναμφίβολα◼◼◼

αναμφισβήτητα◼◼◻

αδιαμφισβήτητα◼◼◻

ασφαλώς◼◼◻

πρέπει◼◼◻

σίγουρα◼◼◻

οπωσδήποτε◼◻◻

ομολογουμένως◼◻◻

Το ιστορικό σας