ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

két σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
két

δύο◼◼◼

δύο (dýo)◼◼◼

δυο◼◼◻

két fontot (1 font az kb. 450 gramm)

δυο λίβρες (1 λίβρα είναι περίπου 450 γραμμάρια)

két hete egy csepp eső nem esett

δεν έχει βρέξει εδώ και ένα διβδόμαδο

két hétre

ένα διβδόμαδο

két héttel ezelőtt

πριν δυο εβδομάδες

két hónapon belül vagy két hét múlva

σε δυο μήνες

két jegyet szeretnék ...?

θέλω δυο εισητήρια για ...

két kupica tequilát, legyen szíves

τρια σφηνάκια τεκίλα παρακαλώ

két lábon járó

ενσάρκωση

két sört, legyen szíves

δυο μπύρες παρακαλώ

két tömésre van szüksége

θα χρειαστείτε δυο σφραγίσματα

két éjszakára

δυο βράδια

kétdimenziós

δισδιάστατος◼◼◼

kétel

αμφιβάλλω

kételkedik

αμφιβολία◼◼◼

αμφιβάλλω

kételkedik vmiben

αμφιβάλλω (αμφιβάλω) (+ για)

kétely

αμφιβολία◼◼◼

ερώτημα◼◻◻

απορία◼◻◻

αμφιβάλλω

kétezer

δύο χιλιάδες◼◼◼

δυο χιλιάδες

kétirányú

μετ’ επιστροφής

kétlábú

δίποδος

kétnyelvű

δίγλωσσος◼◼◼

kétnyelvűség

διγλωσσία◼◼◼

kétoldalú egyezmény

διμερής σύμβαση

kétszer

διπλά◼◼◼

δις◼◼◼

kétszeres

διπλάσια◼◼◼

διπλάσιος◼◼◻

kétszersült

μπισκότο

Kétszikűek

Δικοτυλήδονο

kétszobás lakás

δυάρι (το)

kétszárnyú

δίπτερα

kétszáz

διακόσια

διακόσια (diakósia)

12

Το ιστορικό σας