ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

készpénz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készpénz

τοις μετρητοίς◼◼◼

χρήμα◼◼◼

νόμισμα◼◼◻

ρευστό◼◼◻

χρήματα◼◻◻

εξαργυρώνω

készpénzzel fizet

πληρώνει μετρητά/τοις μετρητοίς

készpénzzel fizetek

θα πληρώσω με μετρητά

csak készpénzes fizetés

μετρητά μόνο

Το ιστορικό σας