ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
késői

αργά◼◼◼

απόγευμα◼◻◻

όψιμος◼◻◻

μακαρίτης

πρώην

későn

πρώην◼◼◼

τελευταίος◼◼◻

μακαρίτης

, hogy készítsen egy étkezés

φρένα

a járat késik

η πτήση θα έχει καθυστέρηση

a szeptember 4-én kelt levelére reagálva, a késedelmes számlájával kapcsolatban kerestem meg önt.

σας γράφω για να απαντήσω στο γράμμα που μου στείλατε στις 4 σεπτεμβρίου σχετικά με ένα υπερήμερο τιμολόγιο.

a szobám nincs elkészítve

το δωμάτιο μου δεν είναι έτοιμο

a vonat késik

το τραίνο θα αργήσει

ajándékot készítenek egymásnak

φτιάχνουν δώρα ο ένας στον άλλο

az orvos kész fogadni önt

ο / η γιατρός είναι έτοιμος να σας δει

borkészítés

οινοποίηση◼◼◼

kés

ειρήνη◼◼◼

ήρεμος

γαλήνιος

ειρηνικός

csak készpénzes fizetés

μετρητά μόνο

csak most készült el

μόλις έχει βγει

cserkész

προσκοπισμός

πρόσκοπος

Cserkészet

Προσκοπισμός

cserkészfiú

πρόσκοπος

curry (csípős fűszerekkel készített indiai mártás)

κάρυ◼◼◼

egy kis késésben vagyok

θα αργήσω λιγάκι

elkésik

αργώ (-ήσω)

elkészít

τέλος◼◼◼

πλήρες◼◻◻

πλήρης◼◻◻

ετοιμάζω (-σω), φτιάχνω (-ξω)

παρασκευάζω

προετοιμάζω

elkészült

πλήρες

πλήρης

elnézést a késésért

συγγνώμη για την καθυστέρηση

συγγνώμη που αργήσαμε

elnézést hogy elkéstem

συγγνώμη που άργησα

2345

Το ιστορικό σας