ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αργώ (-ήσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αργώ (-ήσω)

elkésik

(megszűntet) καταργώ (-ήσω)

eltöröl

καθυστερώ (-ήσω), αργώ (-ήσω)

késik