ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

képviselő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
képviselő

εκπρόσωπος◼◼◼

αντιπρόσωπος◼◼◼

βουλευτής◼◼◻

πράκτορας◼◼◻

εντολοδόχος◼◼◻

αναπληρωτής◼◻◻

αντιπροσωπευτικός◼◻◻

υπαρχηγός◼◻◻

ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωπος, (parlamenti) ο βουλευτής

πλασιέ

képviselőház

βουλή◼◼◼

képviselők

κατοικία◼◼◼

országgyűlési képviselő

βουλευτής (ο/η)

Το ιστορικό σας