ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jós σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jós

μάντης

προφήτης

jóslat

προφητεία

χρησμός

jós

μάντισσα

jósol, kitalál

μαντεύω

jószág

ακίνητη περιουσία◼◼◼

jószívű

καλόκαρδος

jó szerencsét

καλή τύχη (kalí týchi!)

esőt jósolnak

προβλέψανε βροχές

hajós

θαλασσινός

ναυτικός

ναύτης

közterület, közjószág

δημόσιος τομέας

tenyérjóslás

χειρομαντεία

űrhajós

αστροναύτης

κοσμοναύτης

Το ιστορικό σας