ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μαντεύω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μαντεύω

fejt

isteni

jósol, kitalál

(vmit) μαντεύω (-ψω), βρίσκω (βρω, βρήκα)

kitalál