Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
εισάγω▼
η εισαγωγή(ς)▼
άδεια εισαγωγής▼
εισαγωγή▼
εισαγωγή▼◼◼◼
εισάγω (εισαγάγω, εισήγαγα)▼
προϊόν εισαγωγής▼
εισαγωγέας▼◼◼◼
↑