ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

időnként σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
időnként

κατά διαστήματα◼◼◼

από καιρού εις καιρόν◼◻◻

από καιρό σε καιρό◼◻◻

πού και πού

πότε πότε

Το ιστορικό σας