ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hivatalos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hivatalos

επίσημος◼◼◼

επίσημος (-η-ο)◼◼◼

αξιωματικός◼◻◻

τυπικός

αξιωματούχος

hivatalos kötelesség

επίσημο καθήκον

hivatalos meghallgatás

επίσημη ακρόαση

hivatalosan

επίσημα◼◼◼

επίσημος◼◻◻

nem hivatalos

ανεπίσημος

Το ιστορικό σας