ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hitelképes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hitelképes

φερέγγυος◼◼◼

hitelképesség

πίστωση◼◼◼

πιστωτικός◼◼◼

Το ιστορικό σας