ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

határérték σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
határérték

όριο◼◼◼

οριακή τιμή◼◼◻

μεθόριος

σύνορο

Határérték

Όριο (μαθηματικά)◼◼◼

immisszió határérték

όριο όχλησης (εισροής ρύπων)

kibocsátási határérték

προδιαγεγραμμένα όρια εκπομπών

maximális megengedhető határérték szabályozása

κανονισμός σχετικά με (για) τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια

Το ιστορικό σας