ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

had σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
had

στρατός

hadaikum

Καταρχαιοζωικός

Hadaikum

Καταρχαιοζωικός αιώνας

hadd

ας

hadd mondjon, amit akar

άσ’ τον να πει ό,τι θέλει

hadd mutassam be a barátomat!

να σου συστήσω τον φίλο μου

hadd mutatkozzam be!

να συστηθώ

haderő

δύναμη◼◼◼

hadi

πολεμικός

στρατιωτικός

στρατιώτης

hadicsel

στρατήγημα

haditengerészet

ναυτικό◼◼◼

hadjárat

εκστρατεία

εξοχή

καμπάνια

hadművelet

επιχείρηση◼◼◼

εγχείρηση

πράξη

hadnagy

ανθυποπλοίαρχος◼◼◼

ανθυπολοχαγός

ανθυποσμηναγός

πρωτοπαλίκαρο

υπαρχηγός

υπολοχαγός

υποπλοίαρχος

υποσμηναγός

hadosztály

μεραρχία◼◼◼

Hadrianus

Αδριανός

hadron

αδρόνιο

Hadron

Αδρόνιο

hadsereg

στρατός◼◼◼

στρατός (stratós)◼◼◼

βία◼◻◻

ο στρατός◼◻◻

στρατιωτικός◼◻◻

στράτευμα

στράτευμα (strátevma)

Hadsereg

Στρατός◼◼◼

hadszíntér

πεδίο μάχης

12

Το ιστορικό σας