ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hülye σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hülye

αργόστροφος

ο βλάκας

χαζός

hülye!

βλάκα! χαζός (-ή-ό)

hülyeség

ασυναρτησία

η βλακεία, η χαζομάρα

föltehetek egy hülye kérdést?

να σου κάνω μια χαζή ερώτηση;

marhaság, hülyeség

βλακεία (η)

Το ιστορικό σας