ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

híres σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
híres

διάσημος

διάσημος (-η-ο)

κλεινός

ξακουστός

περίφημος

φημισμένος

híresség

διασημότητα

híresztelés

φήμες◼◼◼

φήμη◼◻◻

hearsay

Το ιστορικό σας