ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hír σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hír

ειδήσεις◼◼◼

φήμη◼◼◼

νέα◼◻◻

είδηση◼◻◻

δόξα

το νέο, η είδηση

χαμπάρι (το)

hír(név)

φήμη (η)◼◼◼

hír: παίρνω είδηση észrevesz

είδηση (η, tsz. -εις)

híradó

οι ειδήσεις

hírek

ειδήσεις◼◼◼

ειδησεογραφία◼◻◻

νέα◼◻◻

híres

διάσημος

διάσημος (-η-ο)

κλεινός

ξακουστός

περίφημος

φημισμένος

híresség

διασημότητα

híresztelés

φήμες◼◼◼

φήμη◼◻◻

hearsay

hírhedt

διαβόητος

hírlap

εφημερίδα◼◼◼

εφημερίδα (efimerída)◼◼◼

hírlevél

ενημερωτικό δελτίο◼◼◼

hírnév

φήμη◼◼◼

κύρος◼◻◻

υπόληψη◼◻◻

η φήμη◼◻◻

όνομα◼◻◻

όνομα (ónoma)◼◻◻

hírnök

αγγελιοφόρος

hírszerzés

υπηρεσία◼◼◼

υπηρεσία πληροφοριών◼◼◼

νοημοσύνη

πληροφορία

(főleg többes számban) újság, hír

νέο (το)

friss hírek

τελευταίες ειδήσεις

12

Το ιστορικό σας