ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hétfőn σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hétfőn

Δευτέρα◼◼◼

την δευτέρα

hétfőnként a múzeum zárva tart

το μουσείο είναι κλειστό τις δευτέρες

minden hétfőn

κάθε δευτέρα◼◼◼

Το ιστορικό σας