Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
(foglalkozása:) οικιακά▼
νοικοκυρά▼
είμαι σπιτονοικοκυρά▼
↑