ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

háztartásbeli σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
háztartásbeli

(foglalkozása:) οικιακά

νοικοκυρά

háztartásbeli vagyok

είμαι σπιτονοικοκυρά

Το ιστορικό σας