ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

νοικοκυρά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
νοικοκυρά

háziasszony◼◼◼

háztartásbeli

είμαι σπιτονοικοκυρά

háztartásbeli vagyok