ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hányinger σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hányinger

αηδία

αναγούλα

η τάση για εμετό

hányingerem van

νιώθω άρρωστος/άρρωστη

Το ιστορικό σας