ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyűlölet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyűlölet

μίσος (mísos)◼◼◼

έχθρα

έχθρα (ékhthra)

απέχθεια

gyűlöletes

απαίσιος

απεχθής

ειδεχθής

εξωφρενικός

σοκαριστικός

φρικαλέος

embergyűlölet

μισανθρωπία

idegengyűlölet

ξενοφοβία◼◼◼

gyűlölet

μισογυνία

μισογυνισμός

Το ιστορικό σας