ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyűlés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyűlés

η συνέλευση◼◼◼

συνέλευση◼◼◻

συνάντηση◼◻◻

σύνοδος

συνάθροιση

συναγωγή

συναρμολόγηση

ἀγών

(-)gyűlés

η συγκέντρωση, η συνέλευση

országgyűlés

κοινοβούλιο◼◼◼

κοινοβούλιο (koinovoúlio)◼◼◼

βουλή◼◼◻

βουλή (voulí)◼◼◻

országgyűlési

κοινοβουλευτικός

országgyűlési képviselő

βουλευτής (ο/η)

éves közgyűlés

ετήσια γενική συνέλευση◼◼◼

Το ιστορικό σας