Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
(vmiben) απολαμβάνω/απολαύω (απολαύσω)(+ tárgyeset), (vkiben) καμαρώνω (-σω) (+ tárgyeset)▼
↑