ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyönyörködik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyönyörködik

(vmiben) απολαμβάνω/απολαύω (απολαύσω)(+ tárgyeset), (vkiben) καμαρώνω (-σω) (+ tárgyeset)

Το ιστορικό σας