ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyógyít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyógyít

θεραπεία◼◼◼

γιαίνω

γιατρεύω

θεραπεύω

gyógyíthatatlan

αγιάτρευτος

ανίατος

gyógyítás

θεραπεία◼◼◼

περίθαλψη◼◼◻

meggyógyít

θεραπεύω

Το ιστορικό σας