Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
(ijedős) φοβητσιάρης-α-ικο, (félénk) ντροπαλός-ή-ό, δειλός-ή-ό, άτολμος (-η-ο)▼
άνανδρος▼
κιοτής▼
κότα▼
φοβητσιάρης▼
φοβιτσιάρης▼
ανανδρία▼
δειλία▼
↑