ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(ijedős) φοβητσιάρης-α-ικο, (félénk) ντροπαλός-ή-ό, δειλός-ή-ό, άτολμος (-η-ο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(ijedős) φοβητσιάρης-α-ικο, (félénk) ντροπαλός-ή-ό, δειλός-ή-ό, άτολμος (-η-ο)

gyáva