ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyártó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyártó

κατασκευαστής◼◼◼

παραγωγός◼◼◼

παράγοντας◼◻◻

betongyártó ipar

βιομηχανία προϊόντων σκυροδέματος

elektromos eszközgyártó-ipar

βιομηχανία (παραγωγής) ηλεκτρικών

italgyártó ipar

βιομηχανία ποτών

Το ιστορικό σας