ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gaz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
EK rendelet a környezetgazdálkodásról és auditálásról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και

elágazás

διακλάδωση◼◼◼

διχάλα◼◻◻

élelmiszertermelés (mezőgazdaság)

τροφική παραγωγή (γεωργία)

életciklus-gazdálkodás

διαχείριση κύκλου ζωής

elgázol

πατώ (-άω, -ήσω), χτυπώ (-άω, -ήσω)

emberi települések társadalmi, gazdasági vonatkozása

κοινωνικοοικονομική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

emberi településgazdálkodás

διαχείριση ανθρώπινων οικισμών

energiagazdálkodás

διαχείριση της ενέργειας◼◼◼

energiagazdaságtan

οικονομία της ενέργειας

erdőgazdálkodás

διαχείριση του δάσους

erdőgazdaságtan

δασική οικονομία

eredetigazolás

πιστοποίηση◼◼◼

erőforrásgazdálkodás

διαχείριση (των) πόρων

Európai Gazdasági Közösség

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα◼◼◼

ez igaz

αυτό είναι αλήθεια

ez igazán jó volt

ήταν πολύ καλή

ez nem igaz

αυτό δεν είναι αλήθεια

farmer / gazda

αγρότης

feldolgozott mezőgazdasági termény

μεταποιημένη γεωργική παραγωγή

fertőtlenítés gázzal

(υπο)καπνισμός

καπνισμός

υποκαπνισμός

főigazgató

γενικός διευθυντής◼◼◼

Földgáz

Φυσικό αέριο◼◼◼

földgazdálkodás és tervezés

διαχείριση και σχεδιασμός χρήσης γαιών

földgazdálkodási beavatkozási terület

περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών

földgázkitermelés

εξαγωγή φυσικού αερίου

földgázkutatás

έρευνα (διερεύνηση) για φυσικό αέριο

füstgáz

απαέρια/αερολύματα

fűtőgáz

αέριο◼◼◼

gépjármű kipufogógáz

αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος

halgazdálkodás

διαχείριση της αλιείας◼◼◼

ιχθυοκαλλιέργεια◼◼◻

halgazdaságtan

αλιευτική οικονομία/οικονομικά της αλιείας

házigazda

αμφιτρύωνας

νοικοκύρης (ο)

ξενιστής

ο νοικοκύρης (tsz: -ηδες)

οικοδέσποινα

2345

Το ιστορικό σας