ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gaz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gázkeverék

μ(ε)ίγμα αερίων◼◼◼

gázkromatográfia

αεριοχρωματογραφία◼◼◼

gáz

διάβαση◼◼◼

πέρασμα◼◼◼

gázművek

εξαγωγή αερίου (από άνθρακα)

εταιρεία διανομής αερίου

gáznemű légszennyező

αεριόμορφος ρύπος της ατμόσφαιρας

gázolaj

το πετρέλαιο◼◼◼

gázosítás

αεριοποίηση◼◼◼

gazpacho

γκασπάτσο

gázpedál

επιταχυντής◼◼◼

αέριο

gáztelep

δεξαμενή αερίου

συλλέκτης αερίου

gáztisztítás

καθαρισμός αερίων

gáztüzelésű erőmű

μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο

gázüzemű motor

κινητήρας αερίου◼◼◼

gázvezeték

αγωγός αερίου◼◼◼

a gazdaság jó helyzetben van

η οικονομία είναι σε καλή κατάσταση, (pozíció) η θέση

a mezőgazdaság környezeti jogszabályai

περιβαλλοντική νομοθεσία για (σχετικά με) τη γεωργία

ágazat

κλάδος◼◼◼

τομέας◼◼◻

παράρτημα◼◼◻

υποκατάστημα◼◻◻

agrár-közgazdaságtan

γεωργική οικονομία

általános közigazgatási utasítás

γενική διοικητική εντολή

Ár (gazdaság)

Τιμή◼◼◼

bebizonyosodott az igazam

αποδείχτηκε το δίκιο μου

beigazolódik

επαληθεύεται (-θεί)

bélgáz

αέριο

belterjes gazdálkodás

εντατική καλλιέργεια

Bengázi

Βεγγάζη

biogáz

βιοαέριο/αέριο από τη ζύμωση αποβλήτων

biogazdálkodás

βιολογική καλλιέργεια◼◼◼

biológiai hulladékgáz tisztítás

βιολογικός καθαρισμός αέριων αποβλήτων (απαερίων)

borban az igazság

εν οίνω αλήθεια

cégek környezetgazdaságtana

περιβαλλοντικά οικονομικά των επιχειρήσεων

cseppfolyósított gáz

υγροποιημένο αέριο◼◼◼

égési gáz

καυσαέριο

egyéni gazdasági vállalkozás célja

στόχοι των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων

1234

Το ιστορικό σας