ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gúnyol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gúnyol

κοροϊδεύω (-ψω)

kigúnyol

κοροϊδεύω

ne gúnyolj!

μη με κοροϊδεύεις!

Το ιστορικό σας