ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κοροϊδεύω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κοροϊδεύω (-ψω)

gúnyol

κλέβω (-ψω), κοροϊδεύω (-ψω)

átvág