ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gúny σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gúny

κοροϊδία

λοιδορία

σαρκασμός

χλευασμός

gúnynév

παρατσούκλι

gúnyol

κοροϊδεύω (-ψω)

gúnyos

ειρωνικός

σκωπτικός

χλευαστικός

kigúnyol

κοροϊδεύω

ne gúnyolj!

μη με κοροϊδεύεις!

Το ιστορικό σας