ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

görög (személyre vonatkozóan) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
görög (személyre vonatkozóan)

ο Έλληνας (η Ελληνίδα)◼◼◼

Το ιστορικό σας