ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

foglalkozik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
foglalkozik

διεύθυνση◼◼◼

ασχολούμαι (-ηθώ)

νοιάζομαι

egy vásárlóval foglalkozik jelenleg

βρίσκεται με ένα πελάτη αυτή τη στιγμή

ön mivel foglalkozik?

εσείς με τι ασχολείστε;

Το ιστορικό σας