ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

foglalkozás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
foglalkozás

επάγγελμα◼◼◼

επάγγελμα (το)◼◼◼

εργασία◼◼◻

απασχόληση◼◼◻

κατοχή◼◻◻

ενασχόληση

κατάληψη

foglalkozásbiztonsági szabályozás

κανονισμός (προδιαγραφή) για την ασφάλεια στην εργασία

foglalkozási betegség

επαγγελματική ασθένεια◼◼◼

foglalkozási biztonság

εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασία

foglalkozási helyzet

εργασιακό καθεστώς/επαγγελματική θέση

környezeti foglalkozás

περιβαλλοντικό επάγγελμα

közigazgatási foglalkozás

απασχόληση στον διοικητικό κλάδο

Το ιστορικό σας