Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
επάγγελμα▼◼◼◼
επάγγελμα (το)▼◼◼◼
εργασία▼◼◼◻
απασχόληση▼◼◼◻
κατοχή▼◼◻◻
ενασχόληση▼
κατάληψη▼
κανονισμός (προδιαγραφή) για την ασφάλεια στην εργασία▼
επαγγελματική ασθένεια▼◼◼◼
εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασία▼
εργασιακό καθεστώς/επαγγελματική θέση▼
περιβαλλοντικό επάγγελμα▼
απασχόληση στον διοικητικό κλάδο▼
↑