ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

feszült σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
feszült

αγχώδης

νευρικός

τεντωμένος

τεταμένος

χρόνος

feszültség

τάση◼◼◼

ένταση◼◻◻

υπερένταση

feszültség alatti sín

ράγα

feszültségmérő

βολτόμετρο◼◼◼

felszíni feszültség

επιφανειακή τάση◼◼◼

felületi feszültség

επιφανειακή τάση◼◼◼

magasfeszültségű vezeték

γραμμή υψηλής τάσης

Το ιστορικό σας