ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

feltétlen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
feltétlen

άνευ όρων◼◼◼

απόλυτα◼◼◼

απόλυτος◼◻◻

χωρίς όρους◼◻◻

σαφής

feltétlenül

οπωσδήποτε◼◼◼

ασφαλώς◼◻◻

(okvetlenül) οπωσδήποτε

feltétlenül; hogyne; minden bizonnyal

βεβαίως

feltétlenül; hogyne; persze

ασφαλώς

bármiképen, feltétlenül, mindenféleképpen

οπωσδήποτε

Το ιστορικό σας