ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felsőoktatás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felsőoktatás

(egyetemi szintű) η ανώτατη εκπαίδευση, (főiskolai szintű) η ανώτερη εκπαίδευση

felsőoktatási intézmény

ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα◼◼◼

Το ιστορικό σας