ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felnő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felnő

μεγαλώνω (-σω)

felnőtt

ενήλικας◼◼◼

μεγάλος◼◻◻

ο ενήλικος, ο μεγάλος

felnőttoktatás

εκπαίδευση ενηλίκων◼◼◼

Το ιστορικό σας