Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
μεγαλώνω (-σω)▼
ενήλικας▼◼◼◼
μεγάλος▼◼◻◻
ο ενήλικος, ο μεγάλος▼
εκπαίδευση ενηλίκων▼◼◼◼
↑