ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felmerül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felmerül

(probléma) προκύπτει (-ψει)

αναδύομαι

felmerült egy komoly kérdés

έχει προκύψει ένα σπουδαίο ερώτημα