ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felmér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felmér

περίπτωση◼◼◼

πλαίσιο◼◼◼

υπόθεση◼◻◻

πτώση◼◻◻

felmérés

επισκόπηση◼◼◼

τεστ◼◻◻

τοπογράφηση◼◻◻

erőforrás felmérés

αποτίμηση (οικονομική εκτίμηση) πόρου

társadalmi felmérés

κοινωνική έρευνα

véleményfelmérés

σφυγμομέτρηση (της κοινής γνώμης)/δημοσκόπηση

Το ιστορικό σας