ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

felkészülés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felkészülés

παροχή◼◼◼

πρόβλεψη◼◼◼

katasztrófára való felkészülés

ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστροφής

környezeti vészhelyzetre felkészülés

περιβαλλοντικός σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης

veszélyre való felkészülés

πρόληψη κινδύνου

Το ιστορικό σας