ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fedő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fedő

κάλυμμα◼◼◼

δέρμα◼◻◻

κάλυψη◼◻◻

καπάκι◼◻◻

πάνω◼◻◻

fedőréteg

επικάλυψη/επιφανειακές γαίες/υπερκείμενα/πλεονάζον υλικό

fejfedő

καπέλο◼◼◼

Το ιστορικό σας