ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

főétel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
főétel

κυρίως πιάτο

első fogásnak levest kérek, és főételnek steaket

για αρχή θα πάρω τη σούπα και για κυρίως θα πάρω τη μπριζόλα

Το ιστορικό σας